- διασφάλλομαι
- διασφάλλωoverturn utterlypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασφάλλω — (Α) 1. κάνω κάτι ν αποτύχει εντελώς 2. διασφάλλομαι, αποτυγχάνω … Dictionary of Greek